άδω

άδω
(Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω)
τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ
μσν.
1. λέω
2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω
αρχ.
1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή
2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ
3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι
4. τραγουδώ σε κάποιον
5. παθ. ψάλλομαι, τραγουδιέμαι
6. μεσ. (για τόπους) είμαι γεμάτος τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ᾄδω προήλθε από το ἀείδω με συναίρεση. Με τη σειρά του το ἀείδω ώς ἀFείδω, που είναι ο αρχικός τύπος, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *wed- / *a-wed- «μιλώ, τραγουδώ» (ο τύπος *a-wed- από επαύξηση, με το προθεματικό στοιχείο a-). Από τη ρίζα αυτή, στη μηδενισμένη της βαθμίδα (*wd- / ud-), σχηματίστηκε αρχικά ένας διπλασιασμένος β' αόρ. με προθεματικό φωνήεν α-: *α--υδ-ον > *a-Fe-ιδ-ον > (με ανομοιωτική τροπή τού δεύτερου F σε ι
πρβλ. και *ε--ειπ-ον > *ε-Fειπον > εειπον > εἶπον) > *ηFειδον. Ο τύπος αυτός, που θεωρήθηκε ως παρατατικός, έδωσε λαβή στη δημιουργία ενεστώτος ἀFείδω κατά το σχήμα ἔπειθον-πείθω, ἤρειδον-ἐρείδω) κ.τ.ό., αντί τού κανονικού *αFέδω (< *a-wed-ō πρβλ. αρχ. ινδ. vad-ami «μιλώ»). Από την ίδια ρίζα, σύμφωνα με την άποψη αυτή, παράγονται και το αὐδ- «φωνή» (< *a-vd-ā), το κυριωνύμιο Ἡσί-ο-δος (από την ετεροιωμένη βαθμίδα* vod- τής ρίζας *wed- που έδωσε τ. Fοδά «θρήνος, φωνή», οπότε Ἡσίοδος είναι «ὅς ἵησι Foδᾱν», «αυτός που βγάζει φωνή, κραυγή»), η σειρά τών τύπων ὕδη «φήμη, ωδή», ὑδέω «καλώ, ονομάζω», ὕδω «λέγω» και ὕδης «ποιητής» (όλοι από μηδενισμένη βαθμίδα *ud- τής ρίζας *wed-), τέλος δε η λ. ἀηδ-ών (< *a-wēd-ōn, από την εκτεταμένη μορφή τής αρχ. ρίζας). Βεβαίως, άπαξ και δημιουργήθηκε τύπος *aFείδω, σχηματίστηκαν και παράγωγα: ἀοιδ- και, με συναίρεση, ᾠδή (απ’ όπου τα ᾠδικὸς και Ὠδεῖον), ἀοιδὸς και, με συναίρεση, ᾠδὸς (πρβλ. τραγῳδός, κωμῳδός, κιθαρῳδός, -ῳδία: τραγῳδία, κωμῳδία), ἀοίδιμος, ἄεισμα και, με συναίρεση πάλι, ᾆσμα. Διαφορετική, όχι τόσο πειστική, ερμηνεία τής σχέσεως αFείδω –αὐδὴ επιχειρεί ο Chantraine (Delg, λ. ἀείδω) βάσει τής λαρυγγικής θεωρίας, προτείνοντας (όπως προκειμένου και περί τών αὔξω- ἀFέξω) για μεν το αὐδὴ παραγωγή από ρίζα *a2eu-d-, για δε το *αFέδω από ρίζα *ə2ue-d-, (οπότε και οι δύο τύποι ερμηνεύονται από την ίδια ρίζα με αντιμετάθεση τών στοιχείων της: eu/ue). Εντούτοις, πάλι το *ἀFείδω το *ἀFέδω παραμένει ουσιαστικά ανερμήνευτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἅδω — ἅδος satiety masc nom/voc/acc dual ἅδος satiety masc gen sg (doric aeolic) ἁνδάνω please aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾄδω — ἀείδω il.Parv.. pres subj act 1st sg ἀείδω il.Parv.. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδίζω — [άδω] γλυκοτραγουδώ …   Dictionary of Greek

  • Coronis (diacritique) — Diacritiques de l alphabet grec Diacritiques Alphabet arabe Alphabet cyrillique Alphabet grec Alphabet hébreu Alphabet latin Alphabet tibétain Devanāgarī Syllabaires japonais L’alphabet grec originel ne possédait aucun …   Wikipédia en Français

  • Diacritique de l'alphabet grec — Diacritiques de l alphabet grec Diacritiques Alphabet arabe Alphabet cyrillique Alphabet grec Alphabet hébreu Alphabet latin Alphabet tibétain Devanāgarī Syllabaires japonais L’alphabet grec originel ne possédait aucun …   Wikipédia en Français

  • Diacritiques De L'alphabet Grec — Diacritiques Alphabet arabe Alphabet cyrillique Alphabet grec Alphabet hébreu Alphabet latin Alphabet tibétain Devanāgarī Syllabaires japonais L’alphabet grec originel ne possédait aucun …   Wikipédia en Français

  • Diacritiques de l'alphabet grec — L’alphabet grec originel ne possédait aucun diacritique : la langue s est pendant des siècles écrite seulement en capitales. Les diacritiques, cependant, sont apparus à la période hellénistique et devenus systématiques au Moyen Âge, dès le… …   Wikipédia en Français

  • Grec polytonique — Diacritiques de l alphabet grec Diacritiques Alphabet arabe Alphabet cyrillique Alphabet grec Alphabet hébreu Alphabet latin Alphabet tibétain Devanāgarī Syllabaires japonais L’alphabet grec originel ne possédait aucun …   Wikipédia en Français

  • συνάδω — συνᾴδω ΝΑ, και ποιητ. τ. συναείδω Α 1. άδω μαζί με άλλον, συνοδεύω το άσμα 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι νεοελλ. (συν. τριτοπρόσ.) συνάδει αρμόζει, ταιριάζει αρχ. εξυμνώ από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ᾄδω / ἀείδω… …   Dictionary of Greek

  • υμνωδώ — ὑμνῳδῶ, έω, ΝΜΑ [ὑμνῳδός] άδω εγκωμιαστικό ύμνο νεοελλ. 1. ψάλλω ή συνθέτω εκκλησιαστικό ύμνο 2. εξυμνώ, εγκωμιάζω αρχ. 1. άδω, τραγουδώ («τὸν δ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνῳδεῑ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”